- νωτόγραπτος
- νωτό-γραπτος, ον,A having markings on the back, Arist.Fr.297, Eust.1960.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νωτόγραπτος — νωτόγραπτος, ον (ΑΜ) (για ψάρι) αυτός που φέρει γραμμές στη ράχη του («νωτόγραπτα λέγεται βῶξ, σκολιόγραπτα δὲ κολίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + γραπτός (< γράφω)] … Dictionary of Greek
νωτόγραπτα — νωτόγραπτος having markings on the back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτόγραπτοι — νωτόγραπτος having markings on the back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)